σκίτσο

σκίτσο
Σχεδιάγραμμα, ή προσχέδιο με μολύβι, μελάνι ή και χρωστήρα. Στο σ. παρουσιάζεται η συνθετική πρόθεση ενός μελλοντικού μάλλον έργου, αν και στα νεώτερα χρόνια το σ. έγινε αυτοδύναμο σχέδιο, κυρίως το γελοιογραφικό. Τα σ. χαρακτηρίζονται από ελεύθερη εκτέλεση, μπορεί όμως να είναι φιλοτεχνημένα και με λεπτομέρειες. Πάντως, για τους μεγάλους καλλιτέχνες, τα σ. έχουν συχνά προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείεται και ο μόνιμος. Ο όρος προέρχεται από τον ιταλικό scpijjo. Σκίτσο από την «Πορεία» του Παρισιού, που αναφέρεται στον Έλληνα μετανάστη (φωτ. από την έκδ. «100 + 1 χρόνια Ελλάδα). «Η χαρτοπαίχτρα», σκίτσο του Σαούλ Στάινμπεργκ, που το χαρακτηρίζει σατιρική διάθεση και σουρρεαλιστική τεχνοτροπία. Σκίτσο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
1. προκαταρκτικό, πρόχειρο ή και βιαστικό σχέδιο στο οποίο ο καλλιτέχνης καταγράφει τις πρώτες ιδέες του για ένα έργο του, που θα πραγματοποιηθεί μελλοντικά με περισσότερη ακρίβεια και λεπτομέρεια
2. απεικόνιση προσώπου ή πράγματος με απλές γραμμές, σκιαγράφημα, σκαρίφημα
3. μτφ. σύντομη, σε γενικές γραμμές, περιγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. schizzo < λατ. schedium < σχέδιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκίτσο — το (λ. ιταλ.), σχεδίασμα που απεικονίζει κάποιο πρόσωπο ή πράγμα με απλές γραμμές: Έκανε ένα πετυχημένο σκίτσο του πρωθυπουργού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Пайкос, Андроникос — Σκίτσο του Ανδρόνικου Πάικου από το περιοδικό Ποικίλη Στοά του 1881 Андроникос Пайкос (греч. Ανδρόνικος Πάικος …   Википедия

  • σκετς — το, Ν 1. είδος μικρού μονόπρακτου θεατρικού έργου 2. σπαν. σκίτσο, πρόχειρο ή προκαταρκτικό σχεδίασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sketch < ιταλ. schizzo (βλ. και σκίτσο)] …   Dictionary of Greek

  • Άννινος, Θέμος — (Πάτρα 1845 – Αθήνα 1916).Γελοιογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται αναμορφωτής και κυριότερος δημιουργός της νεοελληνικής γελοιογραφίας του 19ου αι. Απαθανάτισε με το σατιρικό κονδύλι του τους γνωστότερους πολιτικούς, διανοουμένους και γενικά… …   Dictionary of Greek

  • Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Ioanna Karystiani — (griech. Ιωάννα Καρυστιάνη; * 8. September 1952 in Chania auf Kreta) ist eine griechische Schriftstellerin und Trägerin des griechischen Staatspreises für Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Leistungen 3 Werke …   Deutsch Wikipedia

  • Karystiani — Ioanna Karystiani (griech. Ιωάννα Καρυστιάνη; * 8. September 1952 in Chania auf Kreta) ist eine griechische Schriftstellerin und Trägerin des griechischen Staatspreises für Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Leistungen 3 Werke 4 …   Deutsch Wikipedia

  • Δεκεμβριστές — Ονομασία που αποδίδεται σε όσους έλαβαν μέρος στις εξεγέρσεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1825 στην Αγία Πετρούπολη και στη νότια Ρωσία. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίστηκαν επίσης και τα μέλη των μυστικών ενώσεων που είχαν προετοιμάσει τα γεγονότα …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”